επεισοδιάζω

επεισοδιάζω
ἐπεισοδιάζω (AM) [επεισόδιος]
μσν.
παρεμβάλλω σε ευρύτερη σύνθεση ως επεισόδιο
αρχ.
εισκομίζω, φέρνω απ' έξω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπεισοδιαζομένων — ἐπεισοδιάζω import pres part mp fem gen pl ἐπεισοδιάζω import pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεισοδιάζει — ἐπεισοδιάζω import pres ind mp 2nd sg ἐπεισοδιάζω import pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεισοδιάζονται — ἐπεισοδιάζω import pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεισοδιάσας — ἐπεισοδιά̱σᾱς , ἐπεισοδιάζω import fut part act fem acc pl (doric) ἐπεισοδιά̱σᾱς , ἐπεισοδιάζω import fut part act fem gen sg (doric) ἐπεισοδιάσᾱς , ἐπεισοδιάζω import aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεπεισοδιάζω — Μ παρενθέτω, παρεμβάλλω κάτι σε κάποιο μέρος επεισοδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐπεισοδιάζω «παρεμβάλλω κάτι ως επεισόδιο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”